βρεχάμενα

βρεχάμενα
τα мор. подводная часть корабля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βρεχάμενα" в других словарях:

  • βρεχάμενος — η, ο 1. ο βροχερός: Περάσαμε πολύ βρεχάμενη άνοιξη. 2. βρόχινος, της βροχής: Παλαιότερα συλλέγανε τα βρεχάμενα νερά και τα χρησιμοποιούσαν για λούσιμο. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βρεχάμενα τα ύφαλα του πλοίου, το μέρος που βρέχεται: Τρύπησαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεούσα — η, Ν ναυτ. τα ύφαλα μέρη τού πλοίου, η γάστρα, τα βρεχάμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέω + ούσα* (πρβλ. βρομ ούσα, ελε ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • ύφαλα — τα (ναυτ.), τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη γραμμή, τα βρεχάμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»